προγράφω

προγράφω
ΝΜΑ
νεοελλ.
καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους
μσν.-αρχ.
γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.)
αρχ.
1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» — ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.)
2. αντιγράφω κάτι
3. γνωστοποιώ κάτι δημοσίως («σκοπεῑν δ' ὅ, τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῑς πινακίοις», Αριστοφ.)
4. διορίζω ή καλώ με δημόσια γνωστοποίηση («προγράψαι δύο ἐκκλησίας», Αισχίν.)
5. προσδιορίζω εκ τών προτέρων («ὅσα δεῑ χρηματίζειν τὴν βουλὴν... οὗτοι προγράφουσι», Αριστοτ.)
6. εκθέτω δημοσίως
7. προκηρύσσω δημοπρασία
8. πουλώ σε δημοπρασία
9. καταδικάζω φυγόδικο σε θάνατο και δημεύω την περιουσία του
10. γράφω το όνομα κάποιου στην αρχή καταλόγου
11. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγεγραμμένοι
αυτοί που εκ τών προτέρων καταδικάστηκαν σε θάνατο
12. φρ. α) «οἱ προγεγραμμένοι εἰς τοῡτο τὸ κρίμα» — εκείνοι τών οποίων τα ονόματα έχουν συμπεριληφθεί σε κατάλογο ατόμων υποκείμενων σε καταδίκη
β) «προγράφων τινὰ τῆς βουλῆς»
(για τον τιμητή) διορίζω κάποιον προϊστάμενο τής βουλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προγράφω — πρόγραψα, προγράφτηκα, προγραμμένος, καταδιώκω πολιτικούς αντιπάλους ή τους καταδικάζω χωρίς διατυπώσεις, περιλαβαίνω σε σχέδια εξόντωσης ορισμένα πρόσωπα: Παράνομη οργάνωση προγράφει πολιτικές προσωπικότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγεγραμμένα — προγράφω write before perf part mp neut nom/voc/acc pl προγεγραμμένᾱ , προγράφω write before perf part mp fem nom/voc/acc dual προγεγραμμένᾱ , προγράφω write before perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγράφην — προγράφω write before pres inf act (doric aeolic) προγράφω write before aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) προγράφω write before aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγράψῃ — προγράφω write before aor subj mid 2nd sg προγράφω write before aor subj act 3rd sg προγράφω write before fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεγραμμέναι — προγράφω write before perf part mp fem nom/voc pl προγεγραμμένᾱͅ , προγράφω write before perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεγραμμένον — προγράφω write before perf part mp masc acc sg προγράφω write before perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεγραμμένων — προγράφω write before perf part mp fem gen pl προγράφω write before perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφομένων — προγράφω write before pres part mp fem gen pl προγράφω write before pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφέντα — προγράφω write before aor part pass neut nom/voc/acc pl προγράφω write before aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφέντων — προγράφω write before aor part pass masc/neut gen pl προγράφω write before aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”